συγχωρῆσαν

συγχωρῆσαν
συγχωρέω
come together
aor part act neut nom/voc/acc sg
συγχωρέω
come together
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μιθριδάτης — Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του Πόντου και της Περγάμου. Η σειρά των βασιλιάδων αυτών αρχίζει με τον M. A’, που στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Οι σημαντικότεροι βασιλείς με το όνομα Μ. είναι οι ακόλουθοι: 1. Σατράπης του …   Dictionary of Greek

  • συγχωροχάρτι(ο) — και συχωροχάρτι, το, Ν 1. έγγραφη άφεση αμαρτιών που έδινε εκκλησιαστική αρχή, κυρίως ο πάπας, έναντι αμοιβής, αλλ. συγχωρητήριο ή συγχωρητικό 2. παροχή συγγνώμης 3. φρ. «τού έδωσαν συ(γ)χωροχάρτι» α) τόν συγχώρησαν β) τού έδωσαν απολυτήριο ή… …   Dictionary of Greek

  • γλίστρημα — το 1.το να γλιστρήσει κανείς, η ολίσθηση: Έσπασα τον αστράγαλό μου από γλίστρημα στο παρκέ. 2. μτφ., ανήθικη πράξη, παράπτωμα: Οι γονείς του συγχώρησαν τα γλιστρήματά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”